- πάτριος
- -α, -ο / πάτριος, -ία, -ον και πάτριος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, κληρονομικός, πατροπαράδοτος (α. «πάτριοι νόμοι» β. «πάτριοι θεοί»)2. αυτός που ανήκει στον πατέρα ή στους πατέρες, στους προγόνους («ἄρουραν πατρίαν», Πίνδ.)νεοελλ.-αρχ.(ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὰ πάτριατα πατροπαράδοτα, το σύνολον τών ηθών, εθίμων, πεποιθήσεων, ιδεών που έχουν παραδοθεί από τους προγόνουςαρχ.1. «πάτριόν ἐστι τινί τι» είναι έθιμο, αρχή, συνήθεια σε κάποιον, είναι πατροπαράδοτο2. (σπαν. ο εν. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ πάτριονη αρχή, ο κανόνας που ακολουθούσαν οι πατέρες, η πατροπαράδοτη τακτική3. το αρσ. ως ουσ. ὁ πάτριοςο αδελφός τού πατέρα, ο θείος.επίρρ...πατρίως ΜΑ1. σύμφωνα με τα πάτρια, με τις πατροπαράδοτες αρχές και συνήθειες2. στην ιθαγενή, στην επιχώρια γλώσσα κάποιου («πατρίως καλούμενον», Ιώσηπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός. Το επίθ. αντιστοιχεί με το λατ. patrius και το αρχ. ινδ. pitrija- (βλ. και λ. πατρώος)].
Dictionary of Greek. 2013.